- σανίδωμα
- το, -ατος1. επίστρωση με σανίδες.2. επίστρωμα με σανίδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σανίδωμα — planking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανίδωμα — το, ΝΑ [σανιδῶ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση 2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος αρχ. 1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν … Dictionary of Greek
σανιδωμάτων — σανίδωμα planking neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώμασι — σανίδωμα planking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώμασιν — σανίδωμα planking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώματα — σανίδωμα planking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώματι — σανίδωμα planking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σανιδώματος — σανίδωμα planking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύφακτο — το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο) ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα νεοελλ. 1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο … Dictionary of Greek
λιμναίος οικισμός — Οικισμός που δημιουργείται από καλύβες ορθωμένες πάνω σε ένα σανίδωμα, το οποίο υποστηρίζεται από πασσάλους μπηγμένους στον πυθμένα ή στις όχθες μιας λίμνης ενός βάλτου ή ενός τενάγους από τύρφη. Αρκετά διαδεδομένοι κατά τη νεολιθική εποχή (περ.… … Dictionary of Greek